Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

Όνειρο

Νύχτα ακόμη έξω κι ο Καλογιάννος τιτίβιζε ανυπόμονα την καλημέρα του. «Τελευταίος κοιμάται, πρώτος, απ’ όλα τα πουλιά ξυπνά», θυμάμαι τον πατέρα μου. Έμεινα ακόμη λίγο στο κρεβάτι με τα μάτια κλειστά και το τραγούδι του να ξεχειλίζει απ’ τ’ αυτιά μου. Στο πρώτο φως της μέρας άνοιξα την μπαλκονόπορτα και φρρρρ….. τρύπωσε αναπάντεχα σαν αστραπή, έφερε το δωμάτιο δυο στροφές και κάθισε στο πάτωμα σε μια γωνιά, κάτω απ’ τον καλόγερο. Στο στήθος φορούσε τα πορτοκαλιά του – ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί τον λεν Κοκκινολαίμη – στη ράχη τα σταχτιά του. Σε μια στιγμή, με το στηθάκι του να πάλλεται γοργά, πήρε να μεγαλώνει, να φουντώνει, να ψηλώνει κι έγινε πρόσωπο, χέρια και κορμί γυναικείο, κορμί ανέγγιχτο και ποθητό, έγινε εσύ. Τραντάχτηκα, ξύπνησα· Η μπαλκονόπορτα μισάνοιχτη, στον καλόγερο κρεμασμένα ένα πορτοκαλί κασκόλ κι ένα παλτό σταχτί. Δίπλα μου γυμνό το κορμί σου. Δίπλα μου εσύ.

Βασίλειος Χ. Μπότσιος

"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

Πρόσθετο βάρος

Έγειρε ο γεροστύλος επικίνδυνα
προς την πλευρά του δρόμου
έγειρε να πέσει στα κεφάλια μας.
Δεν ήταν οι φετινές βροχές
μήτε του αέρα τα λακτίσματα.
Ήταν που 'χε απάνω του τόσους
καρφιτσωμένους θανάτους ν' αναγγείλει.

Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006-2008

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009

Αδυναμία

Όπως ο παπαγάλος
παραμένω απ' εξω
ανήμπορος να φτερουγίσω τον ίσκιο μου
πιστός εξόριστος
κι πόρτα του κλουβιού σου
παγίδα ανοιχτή για τον επόμενο.

Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

Θολό της λησμονιάς νερό

Θέλησα ζωή να δώσω
σ’ ένα σταυρωμένο τριαντάφυλλο.

Θέλησα το πρώτο τ’ άρωμα να φυλακίσω
με πινελιές σε κόκκινο και πράσινο.

Ακρυλικές αυταπάτες!

Η μυρωδιά δεν έχει χρώμα.
Μόνο μνήμη.

Βούτηξα το μπουμπούκι στο νερό·
διαλύθηκαν τα χρώματα.

Στο δωμάτιο, γνώριμη ελευθερώθηκε μια μυρωδιά.

Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2009


Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Γυμνή ακακία

Μέρες Γενάρη
στο πιο ψηλό κλαδί
ξημέρωνε η παγωνιά
κι απήγγειλε εν’ αηδόνι.

Κανείς δεν ενδιαφέρονταν
για του πουλιού το θάρρος.

Κανείς δεν κοιτούσε ψηλά.
Κεφάλια κατεβασμένα,
λέξεις μοναχικές
βάδισμα
άγχος
σπίτι
δουλειά.

Σ’ όσους προσπάθησε
να μεταφέρει την εικόνα
αλλάζαν κουβέντα διακριτικά.

Σαν την αντίκρισε πεσμένη,
σειρήνες τρυπούσαν τ’ αυτιά του
σεντόνι κόκκινο ο δρόμος
φωνές χορδές ξεκούρδιστες
μαστίγια υψώναν στον αέρα,
καμιά τους δεν ήξερε να πει
τα «πώς» και τα «γιατί».

Έσκυψε ανάμεσα κι είδε·
είδε στα πεθαμένα μάτια της τ’ αηδόνι
το παγωμένο πρωινό,
και το κλαδί.

Στα μάτια της η τελευταία εικόνα!
Μέσα του κάτι σαν ενοχή, το ρήμα
«άργησες», το επίρρημα «πολύ».


Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008

Πέμπτη 28 Μαΐου 2009

Ποίημα

Κοχύλια κι όστρακα
κρέμασες στο στήθος
και μου ‘πες «είμ’ η θάλασσα».

Έγραφα.

Φεγγάρια φόρεσες
για σκουλαρίκια
και μου ‘πες «είμ’ η νύχτα».

Εγώ, έγραφα.

«Διψάω» μου ‘πες, «δεν ακούς»;
Και μονορούφι όλο
κατάπιες το μελάνι.

Πιο σκούρος κι απ’ τη νύχτα
ο λαιμός σου.
Πιο γαλάζιο κι απ’ τη θάλασσα
το στήθος σου.

Οι τελευταίες σταγόνες της πένας
χάραξαν τον τίτλο:

«ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ, ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΟΠΙΟ».



Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008

Πέμπτη 30 Απριλίου 2009


Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

Άδεια κάμαρα και κρύα

Άλλαξ’ η ώρα
νωρίς νυχτώνει

απρόσμενος χειμώνας
τον τριγυρίζει απ’ το πρωί.

Να στρώσει σκέφτηκε την προσμονή της
λιγάκι για να ζεσταθεί.

Ύστερα θυμήθηκε πως έφυγε για πάντα.

Άναψε φωτιά
στο τζάκι πέταξε τα λόγια της.

Πρώτα καήκανε τα «σ’ αγαπώ»
τόσα πολλά δεν είχαν τελειωμό

ύστερα τα «θα ‘μαστε πάντα μαζί»,
τα «φίλα με»

τέλος εκείνα με το ερωτηματικό
«θα με πάρεις αγκαλιά;», «μ’ αγαπάς αληθινά;»

Γρήγορα που καίγονται οι λέξεις!

Για να διατηρήσει τη φλόγα
πέταξε στη φωτιά και δικά του λόγια
κι αποκοιμήθηκε.

Το χάραμα στο τζάκι
φράση μισή σιγόκαιγε ακόμη,
«Μη φεύγεις…»·
δίπλα της
αναλλοίωτο – ανάμεσα στις στάχτες –
το άλλο της μισό
«…σ’ αγαπώ».


Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

Δύο όψεις

Το παράθυρο
κοιτούσε
στο δρόμο.

Κοπέλα ανυποψίαστη
κάθε πρωί
καθρέφτιζε στο τζάμι
τη σιγουριά της ομορφιάς
της νιότης της την πλάνη.

Χαμογελούσε αυτάρεσκα
κι απομακρύνονταν.

Ανυποψίαστη για
τις ρυτίδες
τα δάκρυα
τις πεθαμένες βελόνες
το μισοτελειωμένο πλεχτό
και τους κυρτούς αγκώνες.

Μάτια θολά
την κοιτούσαν πίσω απ' το τζάμι
ανυποψίαστη ν' απομακρύνεται
για το τέλος που φτάνει.

Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

Ελπίδα τ’ όνομά σου

Μ’ αγωνία περίμενες
να ‘ρθει.

Παιχνίδια διάλεγες
να μοιραστείς μαζί της
ρούχα που φόρεσες
να φορεθεί·

τα χέρια σου άπλωνες,
την αγκαλιά σου
πρόβαρες λιμάνι
να τη δεχτεί.

Άδικα περίμενες·
ποτέ δεν ήρθε η αδερφούλα.

Χεράκια τεντωμένα
παιχνίδια σε μιαν άκρη
ρούχα που φόρεσαν
τη σκόνη και τη θλίψη,
ξεχαστήκανε
πάνω στο κρεβάτι.

Δικό σου φάρμακο
η παιδικότητά σου.

Της μάνας φάρμακο
οι μπούκλες,
το γέλιο σου και
τ’ όνομά σου.


Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009


Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2009

Άδειο φόρεμα

Κάθε σου βήμα
και μια απώλεια.

Ένα, ένα πέφταν
από το φόρεμά σου,
γέμισε χρώματα η γειτονιά,
πλημμύρισε μυρωδικά.

Τίποτα δεν κατάλαβες
κοιτούσες μπροστά.

Εκεί εγώ
πίσω σου – στο δρόμο
σκορπισμένα – πανσέδες
κυκλάμινα και γιασεμιά.


Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

ΑΝ ΧΑΣΕΙΣ ΜΙΑ ΜΑΧΗ, ΔΕΝ ΧΑΝΕΙΣ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ.
ΚΕΡΔΙΖΕΙΣ ΜΙΑ ΑΠΟΤΥΧΙΑ.

Η αποτυχία
όση ζάχαρη κι αν ρίξεις
στην κούπα του καφέ
αφήνει στο στόμα
το ίδιο έντονη την πίκρα
της πρώτης γουλιάς.

Η επιτυχία
ακόμη κι ανέλπιδη
κερί στο μισοσκόταδο
που ‘μεινε να καπνίζει
πρώιμα
απώλεια χαράς.

Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"ο ίσκιος της μοναξιάς", 1999 - 2005

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008


ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ, ΕΣΥ

«...μη τα βάζεις πάλι με τη νύχτα,
που με κοιμίζει έξω απ’ την αγκαλιά σου ».

Η δίχρωμη ομορφιά του λουλουδιού σου
βρέχει τα χείλη στο ποτήρι που γέμισα το μεσημέρι,

εγώ τις νύχτες, ξεδιψώ με τον ιδρώτα
που φύλαγες στο κελάρι του χρόνου – μόνο για ‘μένα –

κι εσύ, βρήκες στα μάτια μου – μόνο για ‘σένα –
τόση θάλασσα
να κολυμπά η δίψα σου ακόμη και Γενάρη.

Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"ο ίσκιος της μοναξιάς", 1999 - 2005

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2008

ΧΩΡΙΣΜΟΣ

Μου ‘λεγες
πως η φαγούρα των αυτιών
προμηνύει τη βροχή,
πως των βλεφάρων η σύσπαση
φέρνει το ίδωμα προσώπου.

Ξαστεριά στα μάτια σου
τ’ αυτιά μου
δεν με τρώνε πια,

Μακριά τα μάτια σου
τα βλέφαρά μου
ασάλευτα, τριγύρω μου ερημιά.

Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"ο ίσκιος της μοναξιάς", 1999 - 2005

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2008

ΦΩΤΟΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΕΛΟΣ (ormai e’ tardi...)

«Βάζοντας τά λουλούδια στό νερό δέν μεριμνας
Τούς λές τό πρώτο ψέμα
Νά ονειρεύονται τ’ απελπίζεις». ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ



Μια αρχοντιά
που φύτρωσε
μια σχολική αυλή
που ευτύχισε
και σαν περνούσες
όλα Μωβ.

«Να το κόψω
να της το δώσω»,
σκέφτηκα.

Η αναβολή τ’ αποκεφαλισμού
ήρθε τυχαία - έλλειψη χρόνου
και τα τοιαύτα –
μα αναγκαία έγινε
η στιγμή
που σαν περνούσα
τα βλέμματά μας σμίγανε έξω
απ’ την αυλή

Τι χρώμα!
Τι πέταλα!
Τι ομορφιά!

Όλη η αυλή ένα λουλούδι
μέσα της όλη η παρηγοριά,
μα για τη μυρωδιά ρωτήστε τη Μαρία
αργά το μεσημέρι – την είδα –
στο ‘να της χέρι
να το κρατά.

Βασίλης Χ. Μπότσιος

"ο ίσκιος της μοναξιάς", 1999 - 2005

Τρίτη 5 Αυγούστου 2008

ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ

Μια πεταλούδα
τα φτερά σου ζήλεψε.

Στο παιχνίδι της γύρης και του ανέμου
κερδίζει η πεταλούδα.

Στο παιχνίδι των ιδρωμένων φιλιών
ο έρωτας.

Εσύ.

Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"ο ίσκιος της μοναξιάς", 1999 - 2005

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2008

ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑΣ

Αντίξοες συνθήκες, παραπληγικές.
Κουρασμένα απογεύματα,
γεύματα ξινισμένο κρασί
αναβιώνουν
σε κυκλώνουν
πυρπολούν τη σκιά σου.

Να ‘χες μια στάλα κύμα να σκεπαστείς!

Απ’ ανοιχτό παράθυρο τρέχεις να πιαστείς
μαΐστρου πνοή
άγγιγμα δροσερό φιλί.

Για το κρασί
που χάλασε
για τ’ απογεύματα που χάνονται,
ξερίζωσε την καρδιά σου,
βάλε εκεί
γλάστρα
βασιλικό μυρωδικό·
«διώχνει τα κουνούπια παιδί μου»
ήταν η συμβουλή της γιαγιάς.
Μπράβο γιαγιά!
Κι εγώ για ξόρκι τόνε χρειάζομαι.

Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"ο ίσκιος της μοναξιάς", 1999 - 2005

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2008

ΕΝΑΝ ΗΛΙΟ ΖΗΤΑΣ

Το κύμα φυλάκισες
στη ράχη του κορμιού σου
στα στήθη σου
το τελευταίο της μέρας φως.

Έναν ήλιο ζητάς
απόψε να κεντήσω.

Δικές μου οι κλωστές.
Δικά μου και τα χρώματα.

Μα η τέχνη του κεντήματος
όλη ‘ναι δική σου.

Βασίλης Χ. Μπότσιος
"ο ίσκιος της μοναξιάς", 1999 - 2005

Παρασκευή 16 Μαΐου 2008

ΜΑΡΙΑ Κ.

Εκείνο το λάθος!
Τη μέρα που δεν σου χάρισα
την τελευταία χάρη,
να γυρίσω πίσω δεν μπορώ.
Από σήμερα το στυλό μου θα κρατώ
να διορθώνω στα κλειστά σου μάτια
τα δάκρυά μου με χαμόγελο.

Δεν παύω ν’ ακούω τη φωνή σου,
κι ας κάνεις παρέα μόνο με τα σύννεφα.
Δεν σταματά η αναπνοή σου,
κι ας μην ακούγονται τα βήματά σου.
Είπα βήματα; Κι άλλο λάθος!

Οι άγγελοι δεν περπατούν.
Οι άγγελοι πετούν!

Βασίλης Χ. Μπότσιος
"ο ίσκιος της μοναξιάς", 1999 - 2005


Πέμπτη 10 Απριλίου 2008

ΣΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ

Δεν αντιλήφθηκε κανείς
το ατύχημα του δαγκανιόρου*
στη τζαμαρία, καθώς άλλοι
τσούγκριζαν υγεία
άλλοι έτρωγαν, κι άλλοι
λογαριασμό περίμεναν να φύγουν.

Θύμα της αντανάκλασης;
Της Άνοιξης των αρωμάτων
μέθυσος κι εραστής;
Κανείς δεν έμαθε ποτέ.

Κανείς, δεν αντιλήφθηκε το ατύχημα·
μόνο η κεραμιδόγατα η κανελιά...

Η μοίρα θέλησε, τα πεινασμένα μάτια της
να με μισούν ακόμη.

*είδος πουλιού (επιστημονικά: ο κριθολόγος)

Βασίλης Χ. Μπότσιος
"ο ίσκιος της μοναξιάς", 1999 - 2005

Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

ΔΥΟ ΑΡΙΘΜΟΙ

Ένα φιλί εσύ;
Τρία εγώ!
Τρία φιλιά δικά σου;
Ένας εγώ!

Βασίλης Χ. Μπότσιος
"ο ίσκιος της μοναξιάς", 1999 - 2005
ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΙΑ

Κάποιος σε στόλισε μ’ εκείνο το
«ακριβοδώρητη».
Είσαι απόξενη
κι απόκοσμη,
νιώθω
διάτρητο πλατανόφυλλο
στην παλάμη σου.
Σκέφτομαι να γίνω
«ακριβοθώρητος».

Βασίλης Χ. Μπότσιος
"ο ίσκιος της μοναξιάς", 1999 - 2005

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΓΕΥΜΑ

Μεσημέρι,
πιάτα με παραμελημένες γεύσεις
ποτήρια μισογεμάτα απ’ τις κουβέντες
τις παρέας.
Κάποιες τις ήπιαμε
έπιασε τόπο η δροσιά, την κάναμε
χαμόγελο.

Το τελευταίο γεύμα.

Στης απουσίας τις καρέκλες
κάθεται τώρα ο ήλιος.
Στο τραπεζομάντιλο
σταγόνες μεθυσμένες κρασί.

Πάνω απ’ το τραπέζι, το μεσημέρι.
Κάτω απ’ το τραπέζι, τα χάδια σου.

Βασίλης Χ. Μπότσιος
"ο ίσκιος της μοναξιάς", 1999 - 2005

ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Δεν θ’ αρνηθώ τη χαρά.
Θα διώξω τον ύπνο απ’ τα μάτια μου
να βάλω εκεί μέσα κι άλλες πινελιές.
Ακριβό πορτραίτο που θα το παίρνω αγκαλιά
χορεύοντας.
Κι όταν με δεις, άπλωσε τα χέρια και με
ορθάνοιχτες τις κόρες κοίταξέ το.
Αυτό που βλέπεις τώρα είναι η χαρά μου.

Στα χέρια σου κρατάς έναν καθρέφτη.

Βασίλης Χ. Μπότσιος
"ο ίσκιος της μοναξιάς", 1999 - 2005

Τετάρτη 2 Απριλίου 2008



ΑΡΚΕΣΤΗΚΕ

Αρκέστηκε
σε μια φουρκέτα απ’ τα μαλλιά της
σ’ ένα αποτύπωμα της στη λάσπη
στη βροχή που – όσο δυνάμωνε –
αναπλήρωνε το κενό
κι έπαιρνε το σχήμα του ποδιού της.

Δεν πήρε ουτ’ ένα της φιλί, μια ανάσα.

Δεν έμαθε ποτέ πως αγγίζουν τα δάχτυλά της,
πως η γλώσσα της μιλά.

Αρκέστηκε σ’ αυτά -
στη λάσπη
στη φουρκέτα
στη βροχή -
κι ας έφυγ’ αυτή παντοτινά.
Βασίλης Χ. Μπότσιος
"ο ίσκιος της μοναξιάς", 1999 - 2005
ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΑ ΠΟΥΛΙΑ

Στα μάτια της η νύχτα
κι όλα τ’ άλλα,
φόρεμα
γόνατα
αγκώνες,
φως κι αγιόκλημα

στα μάτια του τα μάτια της
ποιος νοιάζονταν για τα φτερά – ένα ζευγάρι δυνατά φτερά στην πλάτη της –
στο στόμα της τριαντάφυλλα
αίμα στα χείλη του η ευωδιά.

Πάνω τους, στο πρόστεγο ασπρόμαυρες ψυχούλες
μοιρολογούσαν.

«Χελιδόνια είναι, τη νύχτα εμαλώνουν», πετάχτηκε μια κερκυραϊκή φωνή,
«τη νύχτα! Την εφοβούνται. Δε μοιάζει μοιρολόι να ‘ναι».

Κι όμως νύχτες τ’ Αυγούστου σαν αυτή,
τα τρυγόνια αποδημάνε.

Βασίλης Χ. Μπότσιος
"ο ίσκιος της μοναξιάς", 1999 - 2005
ΑΠΟΛΟΓΙΑ

Κάστανα τα μάτια σου
στο τζάκι
του χειμώνα τα κάρβουνα
χαζεύουν

και με παιδεύουν.

Σε λίγες ώρες ξημερώνει καλοκαίρι
κι εσύ, με νυχτικό κόντρα στον άνεμο,
τρέχεις για το καλωσόρισες.

Τις νύχτες
έκοβα τη γλώσσα της καρδιάς μ’ ατσάλινο πριόνι,
τις μέρες
φύτεψα και πότιζα μια τούφα έρωτα απ’ τα εβένινα μαλλιά σου στο πιο ανήλιαγο χωράφι της ψυχής μου.

Δεν ήθελα να ξέρεις
δεν τολμούσα.
Πονούσα.
Όχι, όχι δεν ήταν το πριόνι ο πόνος.

Ήμουν και θα ‘μαι μόνος.

Βασίλης Χ. Μπότσιος
"ο ίσκιος της μοναξιάς", 1999 - 2005
ΚΑΝΤΗΛΙ

Το φως
που αφήνει το φιτίλι
στο σκοτάδι,
έχει την πίκρα του λαδιού
που το τρέφει·

κι η πίκρα των ματιών σου,
κάτι – έχει – απ’ το χρώμα του λαδιού.

Βασίλης Χ. Μπότσιος
"ο ίσκιος της μοναξιάς", 1999 - 2005

Τρίτη 1 Απριλίου 2008

ΣΥΝΤΡΟΦΙΣΣΑ ΣΙΩΠΗ

Τον έκανε
ν’ ανοίγει τα βιβλία του
και με τις ώρες να διαβάζει·
την έλεγε επιμονή.

Τον έκανε
να ‘ναι αισιόδοξος
και εν γένει γελαστός·
την έλεγε υπομονή.

Τον βρήκαν κρεμασμένο, Τρίτη πρωί.

Ποιος τον σκότωσε;
Εχθρούς δεν είχε, κάποιες αντιπάθειες ίσως,
μα μέχρι εκεί.
Ποιος τον σκότωσε;
Ξέπνοα χείλη,
κόρες σταματημένες,
δυο λέξεις μόνο στο στήθος χαραγμένες

ΕΠΙΜΟΝΗ, ΥΠΟΜΟΝΗ.


Βασίλης Χ. Μπότσιος
"ο ίσκιος της μοναξιάς", 1999 - 2005