Αδυναμία
Όπως ο παπαγάλος
παραμένω απ' εξω
ανήμπορος να φτερουγίσω τον ίσκιο μου
πιστός εξόριστος
κι πόρτα του κλουβιού σου
παγίδα ανοιχτή για τον επόμενο.
Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008
Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009
Θολό της λησμονιάς νερό
Θέλησα ζωή να δώσω
σ’ ένα σταυρωμένο τριαντάφυλλο.
Θέλησα το πρώτο τ’ άρωμα να φυλακίσω
με πινελιές σε κόκκινο και πράσινο.
Ακρυλικές αυταπάτες!
Η μυρωδιά δεν έχει χρώμα.
Μόνο μνήμη.
Βούτηξα το μπουμπούκι στο νερό·
διαλύθηκαν τα χρώματα.
Στο δωμάτιο, γνώριμη ελευθερώθηκε μια μυρωδιά.
Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008
Θέλησα ζωή να δώσω
σ’ ένα σταυρωμένο τριαντάφυλλο.
Θέλησα το πρώτο τ’ άρωμα να φυλακίσω
με πινελιές σε κόκκινο και πράσινο.
Ακρυλικές αυταπάτες!
Η μυρωδιά δεν έχει χρώμα.
Μόνο μνήμη.
Βούτηξα το μπουμπούκι στο νερό·
διαλύθηκαν τα χρώματα.
Στο δωμάτιο, γνώριμη ελευθερώθηκε μια μυρωδιά.
Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008
Τρίτη 30 Ιουνίου 2009
Γυμνή ακακία
Μέρες Γενάρη
στο πιο ψηλό κλαδί
ξημέρωνε η παγωνιά
κι απήγγειλε εν’ αηδόνι.
Κανείς δεν ενδιαφέρονταν
για του πουλιού το θάρρος.
Κανείς δεν κοιτούσε ψηλά.
Κεφάλια κατεβασμένα,
λέξεις μοναχικές
βάδισμα
άγχος
σπίτι
δουλειά.
Σ’ όσους προσπάθησε
να μεταφέρει την εικόνα
αλλάζαν κουβέντα διακριτικά.
Σαν την αντίκρισε πεσμένη,
σειρήνες τρυπούσαν τ’ αυτιά του
σεντόνι κόκκινο ο δρόμος
φωνές χορδές ξεκούρδιστες
μαστίγια υψώναν στον αέρα,
καμιά τους δεν ήξερε να πει
τα «πώς» και τα «γιατί».
Έσκυψε ανάμεσα κι είδε·
είδε στα πεθαμένα μάτια της τ’ αηδόνι
το παγωμένο πρωινό,
και το κλαδί.
Στα μάτια της η τελευταία εικόνα!
Μέσα του κάτι σαν ενοχή, το ρήμα
«άργησες», το επίρρημα «πολύ».
Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008
Μέρες Γενάρη
στο πιο ψηλό κλαδί
ξημέρωνε η παγωνιά
κι απήγγειλε εν’ αηδόνι.
Κανείς δεν ενδιαφέρονταν
για του πουλιού το θάρρος.
Κανείς δεν κοιτούσε ψηλά.
Κεφάλια κατεβασμένα,
λέξεις μοναχικές
βάδισμα
άγχος
σπίτι
δουλειά.
Σ’ όσους προσπάθησε
να μεταφέρει την εικόνα
αλλάζαν κουβέντα διακριτικά.
Σαν την αντίκρισε πεσμένη,
σειρήνες τρυπούσαν τ’ αυτιά του
σεντόνι κόκκινο ο δρόμος
φωνές χορδές ξεκούρδιστες
μαστίγια υψώναν στον αέρα,
καμιά τους δεν ήξερε να πει
τα «πώς» και τα «γιατί».
Έσκυψε ανάμεσα κι είδε·
είδε στα πεθαμένα μάτια της τ’ αηδόνι
το παγωμένο πρωινό,
και το κλαδί.
Στα μάτια της η τελευταία εικόνα!
Μέσα του κάτι σαν ενοχή, το ρήμα
«άργησες», το επίρρημα «πολύ».
Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008
Πέμπτη 28 Μαΐου 2009
Ποίημα
Κοχύλια κι όστρακα
κρέμασες στο στήθος
και μου ‘πες «είμ’ η θάλασσα».
Έγραφα.
Φεγγάρια φόρεσες
για σκουλαρίκια
και μου ‘πες «είμ’ η νύχτα».
Εγώ, έγραφα.
«Διψάω» μου ‘πες, «δεν ακούς»;
Και μονορούφι όλο
κατάπιες το μελάνι.
Πιο σκούρος κι απ’ τη νύχτα
ο λαιμός σου.
Πιο γαλάζιο κι απ’ τη θάλασσα
το στήθος σου.
Οι τελευταίες σταγόνες της πένας
χάραξαν τον τίτλο:
«ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ, ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΟΠΙΟ».
Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008
Κοχύλια κι όστρακα
κρέμασες στο στήθος
και μου ‘πες «είμ’ η θάλασσα».
Έγραφα.
Φεγγάρια φόρεσες
για σκουλαρίκια
και μου ‘πες «είμ’ η νύχτα».
Εγώ, έγραφα.
«Διψάω» μου ‘πες, «δεν ακούς»;
Και μονορούφι όλο
κατάπιες το μελάνι.
Πιο σκούρος κι απ’ τη νύχτα
ο λαιμός σου.
Πιο γαλάζιο κι απ’ τη θάλασσα
το στήθος σου.
Οι τελευταίες σταγόνες της πένας
χάραξαν τον τίτλο:
«ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ, ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΟΠΙΟ».
Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008
Τετάρτη 29 Απριλίου 2009
Άδεια κάμαρα και κρύα
Άλλαξ’ η ώρα
νωρίς νυχτώνει
απρόσμενος χειμώνας
τον τριγυρίζει απ’ το πρωί.
Να στρώσει σκέφτηκε την προσμονή της
λιγάκι για να ζεσταθεί.
Ύστερα θυμήθηκε πως έφυγε για πάντα.
Άναψε φωτιά
στο τζάκι πέταξε τα λόγια της.
Πρώτα καήκανε τα «σ’ αγαπώ»
τόσα πολλά δεν είχαν τελειωμό
ύστερα τα «θα ‘μαστε πάντα μαζί»,
τα «φίλα με»
τέλος εκείνα με το ερωτηματικό
«θα με πάρεις αγκαλιά;», «μ’ αγαπάς αληθινά;»
Γρήγορα που καίγονται οι λέξεις!
Για να διατηρήσει τη φλόγα
πέταξε στη φωτιά και δικά του λόγια
κι αποκοιμήθηκε.
Το χάραμα στο τζάκι
φράση μισή σιγόκαιγε ακόμη,
«Μη φεύγεις…»·
δίπλα της
αναλλοίωτο – ανάμεσα στις στάχτες –
το άλλο της μισό
«…σ’ αγαπώ».
Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008
Άλλαξ’ η ώρα
νωρίς νυχτώνει
απρόσμενος χειμώνας
τον τριγυρίζει απ’ το πρωί.
Να στρώσει σκέφτηκε την προσμονή της
λιγάκι για να ζεσταθεί.
Ύστερα θυμήθηκε πως έφυγε για πάντα.
Άναψε φωτιά
στο τζάκι πέταξε τα λόγια της.
Πρώτα καήκανε τα «σ’ αγαπώ»
τόσα πολλά δεν είχαν τελειωμό
ύστερα τα «θα ‘μαστε πάντα μαζί»,
τα «φίλα με»
τέλος εκείνα με το ερωτηματικό
«θα με πάρεις αγκαλιά;», «μ’ αγαπάς αληθινά;»
Γρήγορα που καίγονται οι λέξεις!
Για να διατηρήσει τη φλόγα
πέταξε στη φωτιά και δικά του λόγια
κι αποκοιμήθηκε.
Το χάραμα στο τζάκι
φράση μισή σιγόκαιγε ακόμη,
«Μη φεύγεις…»·
δίπλα της
αναλλοίωτο – ανάμεσα στις στάχτες –
το άλλο της μισό
«…σ’ αγαπώ».
Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008
Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009
Δύο όψεις
Το παράθυρο
κοιτούσε
στο δρόμο.
Κοπέλα ανυποψίαστη
κάθε πρωί
καθρέφτιζε στο τζάμι
τη σιγουριά της ομορφιάς
της νιότης της την πλάνη.
Χαμογελούσε αυτάρεσκα
κι απομακρύνονταν.
Ανυποψίαστη για
τις ρυτίδες
τα δάκρυα
τις πεθαμένες βελόνες
το μισοτελειωμένο πλεχτό
και τους κυρτούς αγκώνες.
Μάτια θολά
την κοιτούσαν πίσω απ' το τζάμι
ανυποψίαστη ν' απομακρύνεται
για το τέλος που φτάνει.
Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008
Το παράθυρο
κοιτούσε
στο δρόμο.
Κοπέλα ανυποψίαστη
κάθε πρωί
καθρέφτιζε στο τζάμι
τη σιγουριά της ομορφιάς
της νιότης της την πλάνη.
Χαμογελούσε αυτάρεσκα
κι απομακρύνονταν.
Ανυποψίαστη για
τις ρυτίδες
τα δάκρυα
τις πεθαμένες βελόνες
το μισοτελειωμένο πλεχτό
και τους κυρτούς αγκώνες.
Μάτια θολά
την κοιτούσαν πίσω απ' το τζάμι
ανυποψίαστη ν' απομακρύνεται
για το τέλος που φτάνει.
Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008
Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009
Ελπίδα τ’ όνομά σου
Μ’ αγωνία περίμενες
να ‘ρθει.
Παιχνίδια διάλεγες
να μοιραστείς μαζί της
ρούχα που φόρεσες
να φορεθεί·
τα χέρια σου άπλωνες,
την αγκαλιά σου
πρόβαρες λιμάνι
να τη δεχτεί.
Άδικα περίμενες·
ποτέ δεν ήρθε η αδερφούλα.
Χεράκια τεντωμένα
παιχνίδια σε μιαν άκρη
ρούχα που φόρεσαν
τη σκόνη και τη θλίψη,
ξεχαστήκανε
πάνω στο κρεβάτι.
Δικό σου φάρμακο
η παιδικότητά σου.
Της μάνας φάρμακο
οι μπούκλες,
το γέλιο σου και
τ’ όνομά σου.
Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008
Μ’ αγωνία περίμενες
να ‘ρθει.
Παιχνίδια διάλεγες
να μοιραστείς μαζί της
ρούχα που φόρεσες
να φορεθεί·
τα χέρια σου άπλωνες,
την αγκαλιά σου
πρόβαρες λιμάνι
να τη δεχτεί.
Άδικα περίμενες·
ποτέ δεν ήρθε η αδερφούλα.
Χεράκια τεντωμένα
παιχνίδια σε μιαν άκρη
ρούχα που φόρεσαν
τη σκόνη και τη θλίψη,
ξεχαστήκανε
πάνω στο κρεβάτι.
Δικό σου φάρμακο
η παιδικότητά σου.
Της μάνας φάρμακο
οι μπούκλες,
το γέλιο σου και
τ’ όνομά σου.
Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008
Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2009
Άδειο φόρεμα
Κάθε σου βήμα
και μια απώλεια.
Ένα, ένα πέφταν
από το φόρεμά σου,
γέμισε χρώματα η γειτονιά,
πλημμύρισε μυρωδικά.
Τίποτα δεν κατάλαβες
κοιτούσες μπροστά.
Εκεί εγώ
πίσω σου – στο δρόμο
σκορπισμένα – πανσέδες
κυκλάμινα και γιασεμιά.
Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008
Κάθε σου βήμα
και μια απώλεια.
Ένα, ένα πέφταν
από το φόρεμά σου,
γέμισε χρώματα η γειτονιά,
πλημμύρισε μυρωδικά.
Τίποτα δεν κατάλαβες
κοιτούσες μπροστά.
Εκεί εγώ
πίσω σου – στο δρόμο
σκορπισμένα – πανσέδες
κυκλάμινα και γιασεμιά.
Βασίλειος Χ. Μπότσιος
"14 κρίνα κι ένα πορτοκαλί όνειρο", 2006 - 2008
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)